- αναπαμός
- ο покой; отдых
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπαμός — αναπαμός, ο και ανάπαμα, το το ξεκούρασμα, η ανάπαυση: Αυτός ο άνθρωπος αναπαμό δεν έχει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπαμός — και αναπαημός, ο 1. ανάπαυση, ξεκούραση 2. ησυχία 3. θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναπαμός < αναπαύω. Ο τ. αναπαημός < ανεπάην, αόρ. τού αναπαύομαι] … Dictionary of Greek
αναπαημός — ο βλ. αναπαμός … Dictionary of Greek